- λογόφιλος
- λογόφιλος, -ον (Α)λογοφίλης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό-φιλος, χρηστό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογόφιλον — λογόφιλος fond of words masc/fem acc sg λογόφιλος fond of words neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοφίλους — λογόφιλος fond of words masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
υμνόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek